- μουσείο
- Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών κειμηλίων. Τα αντικείμενα κατατάσσονται κατά ορισμένη τάξη (χρονολογική, κατά σχολές, καλλιτέχνες, έθνη κ.ά.) και είναι προσιτά στο κοινό για πολιτιστικούς λόγους και για μελέτη. Με την έννοια αυτή το μ. είναι σχετικά πρόσφατος οργανισμός, αναγόμενος στον 18o αι., αν και η κατάρτιση συλλογών αποτελούσε από την αρχαιότητα προσφιλή ενασχόληση των ευγενών και των πλουσίων.
Η χρυσή εποχή των ιδιωτικών συλλογών, που είχαν ως αφετηρία την επίγνωση της αξίας των έργων τέχνης, ήταν κυρίως η Αναγέννηση. Όλοι οι βασιλείς της Ευρώπης και οι Ιταλοί πρίγκιπες διατηρούσαν σημαντικές συλλογές, οι οποίες – ύστερα από ποικίλες πολιτικές και εμπορικές περιπέτειες – αποτέλεσαν τους αρχικούς πυρήνες των σύγχρονων εθνικών μουσείων. Χαρακτηριστικό γεγονός αυτής της περιόδου είναι η δωρεά στον δήμο της Ρώμης του Μουσείου του Καπιτωλίου από τον πάπα Σίξτο Δ’, το 1471, αν και η χειρονομία αυτή δεν σήμαινε ότι ο λαός της Ρώμης είχε ελεύθερη είσοδο στις συλλογές. Το ίδιο συνέβη και με τη συλλογή αρχαίων έργων τέχνης που δώρισε το 1523 ο καρδινάλιος Γκριμάνι στη Δημοκρατία της Βενετίας. Το 1581 χτίστηκε στη Φλωρεντία η Πινακοθήκη Ουφίτσι σε σχέδιο του Βαζάρι, το πρώτο κτίριο που κατασκευάστηκε ειδικά για να στεγάσει μια συλλογή έργων τέχνης. Toν 17o αι. συντάχθηκαν οι πρώτοι κατάλογοι των συλλογών και είδαν το φως τα πρώτα συγγράμματα μουσειολογίας. Έχουν σωθεί μέχρι σήμερα, άθικτα, ιδιαίτερα στη Ρώμη, μερικά σημαντικά ιδιωτικά μουσεία του 17ου αι., τα μουσεία Κολόνα, Σπάντα, Ντόρια Πάμφιλι, Μποργκέζε κ.ά. Το 1681 εγκαινιάστηκε το μ. του Λούβρου, η μεγαλύτερη πριγκιπική συλλογή. Toν 17o αι. ιδρύθηκαν και τα μουσεία φυσικής ιστορίας, τα πρώτα που άνοιξαν τις πύλες του στο κοινό τον ίδιο ή τον επόμενο αιώνα. Έτσι, το 1683 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Ασμόλιαν της Οξφόρδης, το 1753 άνοιξε στο κοινό το πλούσιο τμήμα της φυσικής ιστορίας του Βρετανικού Μουσείου (αργότερα μεταφέρθηκε σε άλλο κτίριο) και στο τέλος του αιώνα άνοιξε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού.
Το πνεύμα του Διαφωτισμού και του νεοκλασικισμού επέφερε ουσιαστική αλλαγή στο θέμα της συλλογής έργων τέχνης και μετέτρεψε σε εθνική κληρονομιά, προσιτή στους πάντες, ό,τι μέχρι την εποχή εκείνη αποτελούσε προσωπικό αγαθό και κληρονομικό δικαίωμα των ευγενών. Το 1737, πριν από την Γαλλική Επανάσταση, οι συλλογές των Μεδίκων δωρήθηκαν στο κράτος και το 1789 άνοιξαν στο κοινό. Δημόσιες έγιναν επίσης οι συλλογές της Δρέσδης, του Κάσελ (1760) και οι αυτοκρατορικές συλλογές του Βερολίνου (1797). Κατά τη Γαλλική Επανάσταση και στην εποχή του Ναπολέοντα άνοιξαν το Μουσείο Λούβρου στο Παρίσι (1793), η Πινακοθήκη Μπρέρα στο Μιλάνο (1809) και το Μουσείο Πράντο της Μαδρίτης (1819).
Στη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι. δημιουργήθηκαν παντού Εθνικά Μουσεία. Παρά τους περιορισμούς και τις ατέλειές τους, τα μουσεία αυτά συνέβαλαν σημαντικά στην εκλαΐκευση των πολιτιστικών επιτευγμάτων και κατά μεγάλο μέρος και στην πρόοδο της κριτικής. Σήμερα όμως είναι φανερό ότι δεν ανταποκρίνονται πλέον στις σύγχρονες απαιτήσεις, που έχουν βαθύτατα μεταβληθεί και θεωρούν το μ.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, έργο του Λάνγκε με τροποποιήσεις του Τσίλερ (1886-89), είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο μουσείο του κόσμου για την αρχαία ελληνική τέχνη.
Το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, έργο του Σταμάτη Κλεάνθη (1848), είναι το σημαντικότερο ελληνικό μουσείο βυζαντινής τέχνης? ανάμεσα στα εκθέματά του υπάρχουν πολυάριθμα παλαιοχριστιανικά, βυζαντινά και φράγκικα γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη, συλλογές βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων, αποτοιχισμένες τοιχογραφίες και χειρόγραφα, εκκλησιαστικά κεντήματα, σκεύη και κοσμήματα, ξυλόγλυπτα, κεραμικά και διάφορα μικροαντικείμενα καθώς και ψηφιδωτά βυζαντινά δάπεδα.
Πανοραμική άποψη του εσωτερικού Μουσείου Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης? για μια πιο λειτουργική τοποθέτηση των ζωγραφικών και γλυπτικών έργων του 20ού αι., ο αρχιτέκτονας Φρανκ Λόιντ Ράιτ δημιούργησε (1959) αυτή την πρωτότυπη σπειροειδή διάταξη, που προκάλεσε πολλές συζητήσεις.
Το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, στην αναστηλωμένη Στοά του Αττάλου, στεγάζει τα ευρήματα των ανασκαφών της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής.
Μεγάλη αίθουσα του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών στο Παρίσι.
Αίθουσα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, ένα τμήμα του οποίου στεγάζεται σε τζαμί στο Μοναστηράκι και περιέχει πολύτιμες συλλογές, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλους τους κλάδους της ελληνικής λαϊκής τέχνης.
* * *το (ΑΜ μουσεῑον, Α και μωσίον, Μ και μουσίον)νεοελλ.1. οικοδόμημα στο οποίο φυλάσσονται και εκτίθενται προς κοινή θέα και μελέτη συλλογές έργων τέχνης καθώς και πολιτιστικά, επιστημονικά ή τεχνολογικά αντικείμενα (α. «αρχαιολογικό μουσείο» β. «βυζαντινό μουσείο» γ. «ορυκτολογικό μουσείο»)2. άνθρωπος μεγάλης ηλικίαςμσν.μωσαϊκό έργοαρχ.1. τέμενος τών Μουσών2. τόπος προορισμένος για καλλιέργεια γραμμάτων και τεχνών3. φιλοσοφική σχολή και βιβλιοθήκη4. στον πληθ. τὰ μουσεῑα(μτφ) χορός προσώπων ή πουλιών που τραγουδούν (α. «μουσεῑα τε θρηνήμασι ξυνῳδά», Ευρ.β. «ἀηδόνων μουσεῑα», Ευρ.)5. ως κύριο όν. τὸ Μουσεῑονλόφος στην Αθήνα νοτιοδυτικά τής Ακρόπολης6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Μουσεῑαεορτή προς τιμή τών Μουσών7. φρ. α) «μουσεῑα λόγων» — καλαισθητική διατύπωσηβ) «τὸ τῆς Ἑλλάδος μουσεῑον» — η Αθήναγ) «περιπατοῡν μουσεῑον» — προσωνυμία τού Λογγίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα + κατάλ. -εῖον / -ίον. Η αρχική σημ. τής λ. ήταν «χώρος αφιερωμένος στις Μούσες», ενώ στους βυζαντινούς χρόνους η λ. έλαβε τη σημ. τού μωσαϊκού έργου (πρβλ. μουσάριον, μουσιῶ, μουσωτής και λατ. mūsēum «μωσαϊκό έργο»].
Dictionary of Greek. 2013.